- τρυγητῇ
- τρυγητήςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek
τρυγητικός — ή, ό / τρυγητικός, ή, όν, ΝΑ [τρυγητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα») μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά η αμοιβή τών τρυγητών … Dictionary of Greek